Αναπτυξιακή Λεκτική Δυσπραξία
Η αναπτυξιακή λεκτική δυσπραξία είναι μία κινητική διαταραχή της ομιλίας που οφείλεται σε πάθηση του κεντρικού νευρικού συστήματος, όπου το παιδί έχει αδυναμία να οργανώσει και να εκτελέσει τις αρθρωτικές κινήσεις, για να βάλει στη σειρά και να παράγει ήχους, συλλαβές και λέξεις. Με λίγα λόγια η ακρίβεια και η συνέπεια των κινήσεων κατά τη διάρκεια της ομιλίας, είναι μειωμένη. Επομένως το παιδί δυσκολεύεται να μιμηθεί κινήσεις ή ήχους, και συχνά παρατηρούμε πως ψάχνει με το στόμα του τη σωστή κίνηση όταν του ζητάμε να επαναλάβει συγκεκριμένους ήχους. Είναι σημαντικό να τονίσουμε πως σε ένα παιδί με δυσπραξία δεν υπάρχουν ενδείξεις για βλάβη στους μύες του μηχανισμού άρθρωσης.
Τι ακριβώς όμως είναι η πράξη στη λογοθεραπεία;
Στη λογοθεραπεία και συγκεκριμένα στην ικανότητα της σωστής άρθρωσης, όλοι οι μηχανισμοί άρθρωσης, όπως η γλώσσα, τα χείλη, η γνάθος, τα δόντια αλλά και μέρη του σώματος ή λειτουργίες, όπως είναι ο ρυθμός αναπνοής, θα συντονιστούν και θα συνεργαστούν από την αρχή μέχρι και την ολοκλήρωση μιας κατάστασης. Με άλλα λόγια, η πράξη είναι η εκτέλεση επιθυμητών κινήσεων, περιλαμβάνοντας την επιλογή, τον προγραμματισμό, την οργάνωση και την εισαγωγή του κινητικού μηχανισμού. Είναι δηλαδή η ικανότητα του παιδιού να συντονίζει τα διαφορετικά μέρη του σώματός του, ώστε να επιτελέσουν μία εργασία (Valleman, 2003).
Τα χαρακτηριστικά της ομιλίας ενός παιδιού με αναπτυξιακή λεκτική δυσπραξία είναι τα εξής:
- Περιορισμένο βάβισμα (στην βρεφική ηλικία).
- Σημαντική δυσκολία στην εκφορά του λόγου – κοπιώδης και αργή ομιλία
- Δυσκολία στην μίμηση ήχων και φθόγγων.
- Εύρεση στόχου μέσω δοκιμών. Το παιδί αναζητά με το στόμα τη σωστή κίνηση όταν πρέπει να ακολουθήσει μία εντολή όπως, π.χ. πήγαινε τη γλώσσα δεξιά – αριστερά.
- Μονότονος τονισμός (επίπεδη ομιλία), ακατάλληλος τονισμός και επιτονισμός.
- Ασταθή φωνολογικά λάθη και μεγαλύτερη δυσκολία στις πολυσύλλαβες λέξεις, καθώς και περισσότερα λάθη.
- Δυσκολία στη διαδοχοκίνηση. Συγκεκριμένα η παραγωγή του ίδιου ήχου συνεχόμενα μπορεί να είναι δύσκολη (π.χ. πα – πα –πα). Η συνεχόμενη παραγωγή διαφορετικών ήχων (π.χ. πα – τα – κα) είναι ακόμη πιο δύσκολη. Επιπλέον το παιδί παραλείπει ή αντικαθιστά γράμματα μέσα στις λέξεις.
- Δυσκολία στη σίτιση, όπου πολλά παιδιά δυσκολεύονται στο ρούφηγμα, στη μάσηση και γενικά στη μετάβαση σε στερεές τροφές.
- Ήπια νευρολογικά σημάδια, όπως νευρομυϊκοί σπασμοί στην προσπάθεια τοποθέτησης των αρθρωτών, ελλιπές σφράγισμα στα χείλη ή τα δόντια, και δυσκολία στον έλεγχο της κινητικότητας της γλώσσας.
- Δυσκολία στον αρθρωτικό προγραμματισμό των φθόγγων.
- Ιστορικό με καθυστέρηση στην ανάπτυξη της ομιλίας, φωνολογικά λάθη, αλλοίωση φωνηέντων και λάθη στις πολυσύλλαβες λέξεις. Επομένως εμφανίζεται μία καθυστέρηση στην παραγωγή των πρώτων λέξεων και πιθανές διαταραχές στη σίτιση (πρώιμη κατάποση).
Επομένως ένα παιδί με λεκτική απραξία/δυσπραξία δεν μπορεί να σχεδιάσει και να πει συνειδητά αυτό που θέλει. Τα όργανα της ομιλίας δε συγχρονίζονται και έτσι όταν μιλά ο λόγος του είναι ακατανόητος. Με άλλα λόγια, το παιδί ξέρει τι θέλει να πει, όμως ο εγκέφαλος δεν δίνει τις σωστές εντολές στα όργανα της άρθρωσης για να παράγουν με ακρίβεια τους ήχους. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί το παιδί να μας πει τη λέξη “αλεπού” σωστά σε κάποια αυθόρμητη στιγμή, όμως αν του ζητήσουμε να επαναλάβει την ίδια λέξη, μπορεί να την πει μια φορά “απού” και την επόμενη “λεπού”. Επομένως δεν κάνει σταθερά λάθη και δυσκολεύεται ακόμη περισσότερο στις πολυσύλλαβες λέξεις.
Η συμβολή του λογοθεραπευτή
Ο λογοθεραπευτής χρησιμοποιεί τεχνικές που αφορούν σε στοχευμένες κινήσεις – σχήματα των αρθρωτών με τη βοήθεια οπτικών συμβόλων. Οι κινήσεις αυτές είναι απλές και χρήσιμες, καθώς βοηθούν το παιδί να εκφέρει μία λέξη, ώστε να εκφράσει από μόνο του την επιθυμία ή το συναίσθημά του. Επιπλέον, χρησιμοποιεί ασκήσεις για την κίνηση των χειλιών και του στόματος, ασκήσεις διαδοχοκίνησης, καθώς και ασκήσεις με λέξεις μετά από μίμηση.
Τι μπορούμε να κάνουμε ως γονείς, αν το παιδί μας εκδηλώνει τέτοιου είδους δυσκολίες στην ομιλία;
- Δίνουμε χρόνο στο παιδί για να εκφραστεί.
- Δεχόμαστε τις μη λεκτικές ανταποκρίσεις – απαντήσεις του παιδιού, όπως τα νεύματα, την κίνηση του χεριού και του κεφαλιού (κατάφαση, άρνηση, δείξιμο).
- Η κίνηση των χεριών βοηθά πολύ το παιδί να ‘θυμηθεί’ μία λέξη ή μία συλλαβή.
- Μπορούμε να ζητήσουμε από το παιδί να επαναλάβει, δηλαδή να μιμηθεί τη λέξη ή μία μικρή πρόταση που θα του πούμε.
- Είναι πολύ σημαντικό να μιλάμε αργά και καθαρά, καθώς και να χωρίζουμε σε συλλαβές τις λέξεις, π.χ. τρα – πέ – ζι.
- Γενικά είναι σημαντικό να δίνουμε συνεχώς την ευκαιρία στο παιδί για επικοινωνία.